σκηνίτης

σκηνίτης
σκην-ίτης [pron. full] [ῑ] (in codd. sts. misspelt σκηνήτης, which is accepted by Eust.70.29), ου, ,
A dweller in tents or booths, of nomad tribes, Str.2.5.32, 11.2.1, etc.; one who keeps a stall, IG22.1672.15,171, 7.2712.72 ([place name] Acraephia).
2 a low fellow, Isoc.17.33.
II Adj. in or belonging to a tent,

βίος D.S.2.40

;

κισσός AP7.36

(Eryc.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκηνίτης — σκηνί̱της , σκηνίτης dweller in tents masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σκηνίτισσα Ν, θηλ. σκηνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που ζει σε σκηνή ή καλύβα 2. συνεκδ. νομάδας αρχ. 1. φτωχός, άπορος άνθρωπος 2. ο κάτοχος στάβλου 3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή («σκηνίτῃ δὲ βίῳ χρῶνται», Διόδ.).… …   Dictionary of Greek

  • σκηνίτης — ο αυτός που ζει σε σκηνή, αυτός που ζει νομαδική ζωή: Οι Σαρακατσαναίοι παλιότερα ήταν σκηνίτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκηνῖται — σκηνίτης dweller in tents masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνευτής — ὁ, Α 1. σκηνίτης 2. κατασκευαστής σκηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + κατάλ. ευτής, παρλλ. τ. τού σκηνίτης*] …   Dictionary of Greek

  • σκηνίτας — σκηνί̱τᾱς , σκηνίτης dweller in tents masc acc pl σκηνί̱τᾱς , σκηνίτης dweller in tents masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… …   Dictionary of Greek

  • βλαχοποιμήν — ο σκηνίτης τσοπάνης των βουνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάχος + ποιμήν. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • σκηνιτῶν — σκηνῑτῶν , σκηνίτης dweller in tents masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνίταις — σκηνί̱ταις , σκηνίτης dweller in tents masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνίτην — σκηνί̱την , σκηνίτης dweller in tents masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”